Εγώ στο σχολείο, εσύ στο σπίτι: Μεταξύ αδερφών...

Γράφει η επιστημονική ομάδα της συμβουλευτικής Γραμμής 115-25 της Ένωσης "Μαζί για το Παιδί"

Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν αυξηθεί σημαντικά τα νέα μέτρα κατά του κορονοϊού. Προ ημερών ξεκίνησε και η γενική απαγόρευση με τη μορφή καραντίνας, λέξη που πια μας έχει γίνει πάρα πολύ γνώριμη, ενώ μέχρι πρότινος τη χρησιμοποιούσαμε οι περισσότεροι από εμάς μάλλον μεταφορικά. Σαφώς, όλη αυτή η κατάσταση - ταυτόχρονα άγνωστη και γνώριμη- έχει επαναφέρει στο προσκήνιο δύσκολα συναισθήματα όπως ο φόβος, το άγχος, ο θυμός, η θλίψη. Δεν είναι το συνηθισμένο μας ούτε αυτό που θα ευχόμασταν σε κανέναν, το να πρέπει η φυσική του παρουσία να αντικατασταθεί έστω και προσωρινά με την “τηλεπαρουσία”. 


Το να συμμετέχει κανείς μέσω διαδικτύου έχει ταυτόχρονα πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα. Σαφές πλεονέκτημα η δυνατότητα κάλυψης αναγκών όπως η συνέχιση της εκπαίδευσης ή της εργασίας με έναν διαφορετικό τρόπο. Μειονέκτημα; Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς την ψυχική απόσταση, η έστω μια δυσκολία ψυχικής σύνδεσης. Την έλλειψη αυτής της σύνδεσης - ψυχικής και όχι τηλεπικοινωνιών- καλούνται να διαχειριστούν και πάλι τόσο γονείς όσο και παιδιά. 

Μια βασική διαφορά -μεταξύ αρκετών άλλων-  της πρώτης καραντίνας από τη αυτή τη δεύτερη που βιώνουμε σήμερα, είναι η παρουσία των παιδιών στο σχολείο. Μαθητές μέχρι και την  ΣΤ’ τάξη του δημοτικού υποχρεούνται να έχουν φυσική παρουσία στο σχολείο, ενώ μαθητές που φοιτούν στο γυμνάσιο και το λύκειο έχουν επιστρέψει στην τηλεκπαίδευση. Οι λόγοι που κρίνεται πιο λειτουργικό να συμμετάσχει σε τηλεκπαίδευση ένας έφηβος από ένα παιδί είναι πλήρως κατανοητοί. Για να δούμε όμως τι μπορεί να προκύπτει από το διαχωρισμό αυτό.

Δημιουργείται λοιπόν ένα ερώτημα σχετικά με το πως αισθάνεται ένα παιδί δημοτικού που πηγαίνει  καθημερινά στο σχολείο του, ενώ ο αδερφός του ή η αδερφή του μένει στο σπίτι, αλλά και το αντίστροφο για τον έφηβο που καλείται να αφήσει προσωρινά πίσω όλο εκείνο το σημαντικό κομμάτι της κοινωνικοποίησης και του σχετίζεσθαι στον φυσικό κόσμο και το μεταφέρει σε διαδικτυακές σχέσεις .

Ο ρόλος του γονέα

Είναι πολύ σημαντικό να μην θεωρηθεί τίποτα αυτονόητο και τετελεσμένο μέσα στους γρήγορους ρυθμούς των αλλαγών και των ανακοινώσεων. Ο γονιός χρειάζεται να αφιερώσει χρόνο σε αυτή τη διαφοροποίηση όχι ως προς τη σύγκριση των δύο καταστάσεων, αλλά ως προς την αναγνώριση των δυσκολιών, αλλά και των θετικών σημείων. Δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο κάτι το οποίο ταλαιπωρεί τη σκέψη του παιδιού. Αυτό δε σημαίνει ότι ο γονιός πρέπει να προκαλέσει το παιδί να του πει για παράδειγμα ότι ζηλεύει, αλλά να μπορέσει να λειτουργήσει ενθαρρυντικά, καλλιεργώντας πρόσφορο το έδαφος για να μπορέσει το παιδί να μιλήσει σχετικά με τους προβληματισμούς του. 

Υπάρχει περίπτωση το παιδί να φοβάται ότι μπορεί να γίνει φορέας μετάδοσης του ιού προς την οικογένειά του; Όλοι είναι στο σπίτι κι εκείνο πρέπει να είναι μακριά... Πώς βιώνει την πραγματικότητα αυτή;  Έχει νόημα οι γονείς να εκτιμήσουν πιθανές τέτοιες σκέψεις του παιδιού και να αξιοποιήσουν την επικοινωνία τους προς επίλυση.

"Παρεξηγημένα συναισθήματα"

Από την άλλη πλευρά, ο έφηβος ο οποίος κλείνεται περισσότερο στο σπίτι και βλέπει το μικρότερο αδερφό να έχει επαφή με φίλους, να παίζει και να συναναστρέφεται άλλα παιδιά πως μπορεί να αισθάνεται; 

Νομίζω είναι πολύ σημαντικό να επισημάνουμε το εξής: Το συναίσθημα της ζήλιας είναι ένα από τα παρεξηγημένα συναισθήματα. Πολύ συχνά απαγορεύεται από τους γονείς, “δε θα πρέπει να ζηλεύεις την αδερφή σου”, “σας έχω πει δε θέλω να ζηλεύτε ο ένας τον άλλον, θέλω να είστε αγαπημένοι”. Αυτές είναι μερικές φράσεις που συχνά ακούμε στην τηλεφωνική μας Γραμμή 11525. Πόσο διαφορετικό είναι όμως να κατανοήσουμε ότι το συναίσθημα της ζήλιας δηλώνει κατά κύριο λόγο την επιθυμία;  Ίσως με αυτή την ανάγνωση να είναι ο γονιός πιο ανοιχτός να ακούσει ότι ο ένας αδερφός ζηλεύει τον άλλο; Άρα έχει επιθυμία για κάτι. Αυτή την επιθυμία έχει νόημα λοιπόν να μπορέσει να αναδείξει ο γονιός, ιδιαιτέρως σε αυτή τη δεδομένη στιγμή που πολλά από τα πράγματα που επιθυμούμε τόσο εμείς οι ενήλικες όσο και τα παιδιά φαίνεται να μπαίνουν σε παύση. Θα χρειαστούμε τρόπους να τα προσαρμόσουμε χωρίς να χαθεί η επιθυμία.